Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


equità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ekwiˈta]

1 δικαιοσύνη
2 αμεροληψία
3 αντικειμενικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  equiseto equitazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

equipe (θηλ.ουσ)
equipollente (επίθ.)
equipollenza (θηλ.ουσ)
equipotenziale (επίθ.)
equiseto (ουσ αρσ )
equità (θηλ.ουσ)
equitazione (θηλ.ουσ)
equivalente (αρσ. επίθ και ουσ)
equivalenza (θηλ.ουσ)
equivalere (ρ.αμτβ.)
equivalersi (ρ.μ. (αντων.))
equivocare (ρ.αμτβ.)
equivocità (θηλ.ουσ)
equivoco (ουσ αρσ )
equivoco (επίθ.)
equo (επίθ.)
era (θηλ.ουσ)
Eracle (κύρ.όν. αρσ.)
erariale (επίθ.)
erario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---