Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


equìvoco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈkwivoko]

η παρεξήγηση

equìvoco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈkwivoko]

κακόφημος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  equivocità equo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a scanso di equivoci = προς αποφυγήν παρεξηγήσεων


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

equivalenza (θηλ.ουσ)
equivalere (ρ.αμτβ.)
equivalersi (ρ.μ. (αντων.))
equivocare (ρ.αμτβ.)
equivocità (θηλ.ουσ)
equivoco (ουσ αρσ )
equivoco (επίθ.)
equo (επίθ.)
era (θηλ.ουσ)
Eracle (κύρ.όν. αρσ.)
erariale (επίθ.)
erario (ουσ αρσ )
erasmiano (επίθ.)
Erasmo (κύρ.όν. αρσ.)
erba (θηλ.ουσ)
erbaccia (θηλ.ουσ)
erbaceo (επίθ.)
erbaggio (ουσ αρσ )
erbaio (ουσ αρσ )
erbaiolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---