Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


erbàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [erˈbajo]

χόρτο του λιβαδιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  erbaggio erbaiolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Erasmo (κύρ.όν. αρσ.)
erba (θηλ.ουσ)
erbaccia (θηλ.ουσ)
erbaceo (επίθ.)
erbaggio (ουσ αρσ )
erbaio (ουσ αρσ )
erbaiolo (ουσ αρσ )
erbario (ουσ αρσ )
erbatico (ουσ αρσ )
erbato (επίθ.)
erbatura (θηλ.ουσ)
erbicida (ουσ αρσ )
erbio (ουσ αρσ )
erbire (ρ.αμτβ.)
erbivendolo (ουσ αρσ )
erbivoro (ουσ αρσ )
erbivoro (επίθ.)
erborare (ρ.αμτβ.)
erborazione (θηλ.ουσ)
erborista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---