Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόerbìvoro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [erˈbivoro] φυτοφάγο ζώο erbìvoro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [erˈbivoro] 1 χορτοφάγος 2 φυτοφάγος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |