Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόerborizzàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [erboridˈdzare] συλλέγω και πουλώ βότανα (για θεραπευτικούς σκοπούς) (χρησιμοποίησε καλύτερα το erborare) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |