Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


erborizzàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [erboridˈdzare]

συλλέγω και πουλώ βότανα (για θεραπευτικούς σκοπούς) (χρησιμοποίησε καλύτερα το erborare)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  erboristeria erborizzatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

erbivoro (επίθ.)
erborare (ρ.αμτβ.)
erborazione (θηλ.ουσ)
erborista (ουσ αρσ και θηλ.)
erboristeria (θηλ.ουσ)
erborizzare (ρ.αμτβ.)
erborizzatore (ουσ αρσ )
erboso (επίθ.)
ercole (ουσ αρσ )
erculeo (επίθ.)
erede (ουσ αρσ και θηλ.)
eredità (θηλ.ουσ)
ereditare (ρ. μτβ.)
ereditarietà (θηλ.ουσ)
ereditario (επίθ.)
ereditiera (θηλ.ουσ)
eremita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
eremitaggio (ουσ αρσ )
eremitano (αρσ. επίθ και ουσ)
eremitico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---