Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόerbóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [erˈboso], [erˈbozo] 1 καταπράσινος με χόρτα και βλάστηση 2 καλυμμένος με χόρτο 3 χορταριασμένος 4 χλοερός 5 ποώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |