Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ereditièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [erediˈtjɛra]

κληρονόμος (η)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ereditario eremita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

erede (ουσ αρσ και θηλ.)
eredità (θηλ.ουσ)
ereditare (ρ. μτβ.)
ereditarietà (θηλ.ουσ)
ereditario (επίθ.)
ereditiera (θηλ.ουσ)
eremita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
eremitaggio (ουσ αρσ )
eremitano (αρσ. επίθ και ουσ)
eremitico (επίθ.)
erepsina (θηλ.ουσ)
eresia (θηλ.ουσ)
eresiarca (ουσ αρσ και θηλ.)
ereticale (επίθ.)
eretico (αρσ. επίθ και ουσ)
eretismo (ουσ αρσ )
eretistico (επίθ.)
erettile (επίθ.)
eretto (επίθ.)
erettore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---