Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


erbàceo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [erˈbaʧeo]

1 ποώδης
2 καλυμμένος με χόρτο
3 χλοερός
4 με χρώμα χόρτου
5 με άρωμα ή γεύση χόρτου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  erbaccia erbaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

erario (ουσ αρσ )
erasmiano (επίθ.)
Erasmo (κύρ.όν. αρσ.)
erba (θηλ.ουσ)
erbaccia (θηλ.ουσ)
erbaceo (επίθ.)
erbaggio (ουσ αρσ )
erbaio (ουσ αρσ )
erbaiolo (ουσ αρσ )
erbario (ουσ αρσ )
erbatico (ουσ αρσ )
erbato (επίθ.)
erbatura (θηλ.ουσ)
erbicida (ουσ αρσ )
erbio (ουσ αρσ )
erbire (ρ.αμτβ.)
erbivendolo (ουσ αρσ )
erbivoro (ουσ αρσ )
erbivoro (επίθ.)
erborare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---