Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


equivocàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ekwivoˈkare]

1 παρανοώ
2 παρεξηγώ
3 παρεννοώ
4 δεν καταλαβαίνω
5 παρερμηνεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  equivalersi equivocità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

equitazione (θηλ.ουσ)
equivalente (αρσ. επίθ και ουσ)
equivalenza (θηλ.ουσ)
equivalere (ρ.αμτβ.)
equivalersi (ρ.μ. (αντων.))
equivocare (ρ.αμτβ.)
equivocità (θηλ.ουσ)
equivoco (ουσ αρσ )
equivoco (επίθ.)
equo (επίθ.)
era (θηλ.ουσ)
Eracle (κύρ.όν. αρσ.)
erariale (επίθ.)
erario (ουσ αρσ )
erasmiano (επίθ.)
Erasmo (κύρ.όν. αρσ.)
erba (θηλ.ουσ)
erbaccia (θηλ.ουσ)
erbaceo (επίθ.)
erbaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---