Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόequivocità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ekwivoʧiˈta] 1 αμφιβολία 2 ενδοιασμός 3 επαμφοτερισμός 4 αμφισημία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |