Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


equipàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ekwiˈpadʤo]

το πλήρωμα πλοίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  equipaggiato equiparabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

equinozio (ουσ αρσ )
equipaggiamento (ουσ αρσ )
equipaggiare (ρ. μτβ.)
equipaggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
equipaggiato (επίθ.)
equipaggio (ουσ αρσ )
equiparabile (επίθ.)
equiparare (ρ. μτβ.)
equiparazione (θηλ.ουσ)
equipartizione (θηλ.ουσ)
equipe (θηλ.ουσ)
equipollente (επίθ.)
equipollenza (θηλ.ουσ)
equipotenziale (επίθ.)
equiseto (ουσ αρσ )
equità (θηλ.ουσ)
equitazione (θηλ.ουσ)
equivalente (αρσ. επίθ και ουσ)
equivalenza (θηλ.ουσ)
equivalere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---