Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


equiparàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ekwipaˈrare]

1 εξισορροπώ
2 εξισώνω
3 παραθέτω
4 συγκρίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  equiparabile equiparazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

equipaggiare (ρ. μτβ.)
equipaggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
equipaggiato (επίθ.)
equipaggio (ουσ αρσ )
equiparabile (επίθ.)
equiparare (ρ. μτβ.)
equiparazione (θηλ.ουσ)
equipartizione (θηλ.ουσ)
equipe (θηλ.ουσ)
equipollente (επίθ.)
equipollenza (θηλ.ουσ)
equipotenziale (επίθ.)
equiseto (ουσ αρσ )
equità (θηλ.ουσ)
equitazione (θηλ.ουσ)
equivalente (αρσ. επίθ και ουσ)
equivalenza (θηλ.ουσ)
equivalere (ρ.αμτβ.)
equivalersi (ρ.μ. (αντων.))
equivocare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---