Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colcosiàno (αρσ. επίθ και ουσ) colìna (θηλ.ουσ)
colecistectomìa (θηλ.ουσ) colinèrgico (επίθ.)
colecìsti (θηλ.ουσ) colinesteràsi (θηλ.ουσ)
colecistìte (θηλ.ουσ) colìno (ουσ αρσ )
colecistografìa (θηλ.ουσ) colìte (θηλ.ουσ)
colecistostomìa (θηλ.ουσ) colìtico (ουσ αρσ και θηλ.)
colèdoco (ουσ αρσ ) colìtico (επίθ.)
colèi (δεικτ. αντων.) còlla (θηλ.ουσ)
colelitìasi (θηλ.ουσ) collaboràre (ρ.αμτβ.)
colemìa (θηλ.ουσ) collaboratóre (ουσ αρσ )
coleòtteri (ουσ αρσ πληθ.) collaboratrice (θηλ.ουσ)
coleòttero (ουσ αρσ ) collaborazióne (θηλ.ουσ)
colèra (ουσ αρσ ) collaborazionìsmo (ουσ αρσ )
còlera (θηλ.ουσ) collaborazionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
colèrico (αρσ. επίθ και ουσ) collage (ουσ αρσ )
coleróso (ουσ αρσ ) collàgeno (αρσ. επίθ και ουσ)
coleróso (επίθ.) collàna (θηλ.ουσ)
colestàsi (θηλ.ουσ) collant (αρσ. επίθ και ουσ)
colesterìna (θηλ.ουσ) collànte (αρσ. επίθ και ουσ)
colesteròlo (ουσ αρσ ) collàre (ουσ αρσ )
còlf (θηλ.ουσ) collarìno (ουσ αρσ )
colibacìllo (ουσ αρσ ) collàsso (ουσ αρσ )
colibrì (ουσ αρσ ) collateràle (ουσ αρσ )
còlica (θηλ.ουσ) collateràle (επίθ.)
còlico (επίθ.) collaudàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: