Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colcosiàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kolkoˈzjano]

ο του κολχόζ (σοβιετικό αγρόκτημα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colcos colecistectomia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colazione (θηλ.ουσ)
colbacco (ουσ αρσ )
colchicina (θηλ.ουσ)
colchico (ουσ αρσ )
colcos (ουσ αρσ )
colcosiano (αρσ. επίθ και ουσ)
colecistectomia (θηλ.ουσ)
colecisti (θηλ.ουσ)
colecistite (θηλ.ουσ)
colecistografia (θηλ.ουσ)
colecistostomia (θηλ.ουσ)
coledoco (ουσ αρσ )
colei (δεικτ. αντων.)
colelitiasi (θηλ.ουσ)
colemia (θηλ.ουσ)
coleotteri (ουσ αρσ πληθ.)
coleottero (ουσ αρσ )
colera (ουσ αρσ )
colera (θηλ.ουσ)
colerico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---