Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calìgine (θηλ.ουσ) calòrico (επίθ.)
caliginóso (επίθ.) calorìfero (ουσ αρσ )
calìpso (ουσ αρσ ) calorìfico (επίθ.)
càlla (θηλ.ουσ) calorimetrìa (θηλ.ουσ)
càlle (ουσ αρσ και θηλ.) calorimètrico (επίθ.)
càllido (επίθ.) calorìmetro (ουσ αρσ )
calligrafìa (θηλ.ουσ) calorosaménte (επίρ.)
calligràfico (επίθ.) calorosità (θηλ.ουσ)
callìgrafo (ουσ αρσ ) caloróso (επίθ.)
callìsta (ουσ αρσ και θηλ.) calòscia (θηλ.ουσ)
càllo (ουσ αρσ ) calòtta (θηλ.ουσ)
callosità (θηλ.ουσ) calpestàre (ρ. μτβ.)
callóso (επίθ.) calpestatùra (θηλ.ουσ)
càlma (θηλ.ουσ) calpestìo (ουσ αρσ )
calmànte (ουσ αρσ ) càlta (θηλ.ουσ)
calmàre (ρ. μτβ.) calùggine (θηλ.ουσ)
calmàrsi (ρ. μ. αμτβ.) calumàre (ρ. μτβ.)
calmieràre (ρ. μτβ.) calumarsi (ρ.μ. (αντων.))
calmière (ουσ αρσ ) calumèt (ουσ αρσ )
càlmo (επίθ.) calùnnia (θηλ.ουσ)
calmùcco (αρσ. επίθ και ουσ) calunniàre (ρ. μτβ.)
càlo (ουσ αρσ ) calunniatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
calomelàno, calomèlano (ουσ αρσ ) calunnióso (επίθ.)
calóre (ουσ αρσ ) calùra (θηλ.ουσ)
calorìa (θηλ.ουσ) calutróne (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: