Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cabalìsta (ουσ αρσ και θηλ.) cacarèlla (θηλ.ουσ)
cabalìstico (επίθ.) cacasénno (ουσ αρσ και θηλ.)
cabaret (ουσ αρσ ) cacàta (θηλ.ουσ)
cabarettìstico (επίθ.) cacatòa (ουσ αρσ )
cabestàno (ουσ αρσ ) cacatùa (ουσ αρσ )
cabìna (θηλ.ουσ) cacatùra (θηλ.ουσ)
cabinàto (επίθ.) càcca (θηλ.ουσ)
cabinìsta (ουσ αρσ και θηλ.) càcchio (ουσ αρσ )
cabinovìa (θηλ.ουσ) cacchióne (ουσ αρσ )
cablàggio (ουσ αρσ ) càccia (θηλ.ουσ)
cablàre (ρ. μτβ.) cacciabombardière (ουσ αρσ )
càblo (ουσ αρσ ) cacciagióne (θηλ.ουσ)
cablogràmma (ουσ αρσ ) cacciapassere (ουσ αρσ )
cabotàggio (ουσ αρσ ) cacciàre (ρ. μτβ.)
cabotàre (ρ.αμτβ.) cacciàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
cabotière (ουσ αρσ ) cacciasommergìbili (ουσ αρσ )
cabotièro (ουσ αρσ ) cacciàta (θηλ.ουσ)
cabotièro (επίθ.) cacciatóra (θηλ.ουσ)
cabràre (ρ.αμτβ.) cacciatóre (ουσ αρσ )
cabràta (θηλ.ουσ) cacciatorpedinière (ουσ αρσ )
cabriolè (αρσ. επίθ και ουσ) cacciatrìce (θηλ.ουσ)
cabriolet (αρσ. επίθ και ουσ) cacciavìte (ουσ αρσ )
cacadùbbi (ουσ αρσ και θηλ.) cacciù (ουσ αρσ )
cacào (ουσ αρσ ) cacciùcco (ουσ αρσ )
cacàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) càccola (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: