Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

baciàre (ρ. μτβ.) badilànte (ουσ αρσ και θηλ.)
baciàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) badilàta (θηλ.ουσ)
bacìle (ουσ αρσ ) badìle (ουσ αρσ )
bacillàre (επίθ.) baffettino (ουσ αρσ )
bacillifórme (επίθ.) baffetto (ουσ αρσ )
bacìllo (ουσ αρσ ) bàffo (ουσ αρσ )
bacinèlla (θηλ.ουσ) baffóne (ουσ αρσ )
bacinétto (ουσ αρσ ) baffùto (επίθ.)
bacìno (ουσ αρσ ) bagagliàio (ουσ αρσ )
bàcio (ουσ αρσ ) bagàglio (ουσ αρσ )
bacìo (επίθ.) bagarinàggio (ουσ αρσ )
baciucchiàre (ρ. μτβ.) bagarìno (ουσ αρσ )
bàco (ουσ αρσ ) bagàscia (θηλ.ουσ)
bacologìa (θηλ.ουσ) bagattèlla (θηλ.ουσ)
bacològico (επίθ.) baggèo (αρσ. επίθ και ουσ)
bacòlogo (ουσ αρσ ) baggianàta (θηλ.ουσ)
bactèrio (ουσ αρσ ) baggiàno (ουσ αρσ )
bacùcco (ουσ αρσ ) baggiàno (επίθ.)
badalóne (ουσ αρσ ) bàglio (ουσ αρσ )
badaluccare (ρ. μτβ.) baglióre (ουσ αρσ )
badalucco (ουσ αρσ ) bagnànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
badàre (ρ.αμτβ.) bagnàre (ρ. μτβ.)
badéssa (θηλ.ουσ) bagnàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
badìa (θηλ.ουσ) bagnaròla (θηλ.ουσ)
badiàle (επίθ.) bagnasciùga (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: