Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

artigiàno (ουσ αρσ ) arzìnga (θηλ.ουσ)
artigiàno (επίθ.) asbèsto (ουσ αρσ )
artigliàre (ρ. μτβ.) asbestòsi (θηλ.ουσ)
artiglière (ουσ αρσ ) ascàride (ουσ αρσ )
artiglierìa (θηλ.ουσ) ascaridìasi (θηλ.ουσ)
artìglio (ουσ αρσ ) ascèlla (θηλ.ουσ)
artiodàttilo (ουσ αρσ ) ascellàre (επίθ.)
artìsta (ουσ αρσ και θηλ.) ascendentàle (ουσ αρσ )
artìstico (αρσ. επίθ και ουσ) ascendentàle (επίθ.)
àrto (ουσ αρσ ) ascendènte (ουσ αρσ )
artralgìa (θηλ.ουσ) ascendènza (θηλ.ουσ)
artrìte (θηλ.ουσ) ascéndere, ascèndere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
artrìtico (αρσ. επίθ και ουσ) ascensionàle (επίθ.)
artritìsmo (ουσ αρσ ) ascensióne (θηλ.ουσ)
artrologìa (θηλ.ουσ) ascensionìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
artropatìa (θηλ.ουσ) ascensóre (ουσ αρσ )
artròpodi (ουσ αρσ πληθ.) ascensorìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
artròsi (θηλ.ουσ) ascésa (θηλ.ουσ)
artrotomìa (θηλ.ουσ) ascèsi (θηλ.ουσ)
arùspice (ουσ αρσ ) ascèsso (ουσ αρσ )
arvìcola (θηλ.ουσ) ascèta (ουσ αρσ και θηλ.)
arzigogolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ascètica (θηλ.ουσ)
arzigogolàto (επίθ.) ascètico (επίθ.)
arzigògolo (ουσ αρσ ) ascetìsmo (ουσ αρσ )
arzìllo (επίθ.) àscia (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: