Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appuntàto (ουσ αρσ ) aquilòtto (ουσ αρσ )
appuntellàre (ρ. μτβ.) àra (θηλ.ουσ)
appuntìno (επίρ.) arabescàre (ρ. μτβ.)
appuntìre (ρ. μτβ.) arabescàto (αρσ. επίθ και ουσ)
appuntìto (επίθ.) arabésco (αρσ. επίθ και ουσ)
appùnto (ουσ αρσ ) Aràbia (θηλ.ουσ)
appùnto (επίρ.) aràbico (αρσ. επίθ και ουσ)
appuraménto (ουσ αρσ ) aràbile (επίθ.)
appuràre (ρ. μτβ.) arabìsmo (ουσ αρσ )
appuzzàre (ρ. μτβ.) arabìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
aprassìa (θηλ.ουσ) àrabo (ουσ αρσ )
aprìbile (επίθ.) àrabo (επίθ.)
apribócca (ουσ αρσ ) aràchide (θηλ.ουσ)
apribottìglie (ουσ αρσ ) aràcnidi (ουσ αρσ πληθ.)
aprìco (επίθ.) aracnòide (θηλ.ουσ)
aprìle (ουσ αρσ ) aragósta, aragòsta (ουσ αρσ και θηλ.)
apriorìstico (επίθ.) aràldica (θηλ.ουσ)
apripìsta (ουσ αρσ και θηλ.) aràldico (επίθ.)
aprìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) araldìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
aprìrsi (ρ. μ. αμτβ.) aràldo (ουσ αρσ )
apriscàtole (ουσ αρσ ) arància (θηλ.ουσ)
àptero (αρσ. επίθ και ουσ) aranciàta (θηλ.ουσ)
àquila (θηλ.ουσ) aranciàto (αρσ. επίθ και ουσ)
aquilìno (αρσ. επίθ και ουσ) arancièra (θηλ.ουσ)
aquilóne (ουσ αρσ ) aràncio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: