Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aiuòla (θηλ.ουσ) àlba (θηλ.ουσ)
aiutànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) albagìa (θηλ.ουσ)
aiutàre (ρ. μτβ.) albagióso (επίθ.)
aiutàrsi (ρ. μ. αμτβ.) albàna (ουσ αρσ και θηλ.)
aiùto (ουσ αρσ ) albanèlla (θηλ.ουσ)
aiùto (επιφ.) albanése (ουσ αρσ και θηλ.)
aizzaménto (ουσ αρσ ) albanése (επίθ.)
aizzàre (ρ. μτβ.) Albanìa (θηλ.ουσ)
aizzatóre (ουσ αρσ ) albarèllo (ουσ αρσ )
al (έναρθ. πρόθ.) àlbatro (ουσ αρσ )
àla (θηλ.ουσ) albeggiaménto (ουσ αρσ )
alabastrìno (επίθ.) albeggiàre (ρ.αμτβ.)
alabàstro (ουσ αρσ ) alberàre (ρ. μτβ.)
àlacre, alàcre (επίθ.) alberàta (θηλ.ουσ)
alacreménte (επίρ.) alberàto (επίθ.)
alacrità (θηλ.ουσ) alberatùra (θηλ.ουσ)
alàggio (ουσ αρσ ) alberèllo (ουσ αρσ )
alamàro (ουσ αρσ ) alberéta (θηλ.ουσ)
alambìcco (ουσ αρσ ) alberéto (ουσ αρσ )
alàno (ουσ αρσ ) albergaccio (ουσ αρσ )
alàre (ουσ αρσ ) albergàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
alàre (επίθ.) albergatóre (ουσ αρσ )
alàre (ρ. μτβ.) alberghétto (ουσ αρσ )
alàto (ουσ αρσ ) alberghièro (αρσ. επίθ και ουσ)
alàto (επίθ.) albèrgo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: