Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzanèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tsaˈnɛlla], [dzaˈnɛlla] 1 ρείθρο δρόμου 2 λούκι 3 λακκούβα ή σαμάρι δρόμου 4 χαντάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |