Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzappàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tsapˈpata] 1 χτύπημα με την τσάπα 2 τσάπισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |