Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zappatèrra  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,tsappaˈtɛrra]

1 χωριάτης
2 άξεστος
3 αγροίκος
4 εργάτης σε αγρόκτημα
5 αγρότης
6 απότομος
7 εργάτης αγροτικής δουλειάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zappata zappatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zanzara (θηλ.ουσ)
zanzariera (θηλ.ουσ)
zappa (θηλ.ουσ)
zappare (ρ. μτβ.)
zappata (θηλ.ουσ)
zappaterra (ουσ αρσ και θηλ.)
zappatore (αρσ. επίθ και ουσ)
zappatrice (θηλ.ουσ)
zappatura (θηλ.ουσ)
zappetta (θηλ.ουσ)
zappettare (ρ. μτβ.)
zar (ουσ αρσ )
zarevic (ουσ αρσ )
zarina (θηλ.ουσ)
zarista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
zattera (θηλ.ουσ)
zatteraggio (ουσ αρσ )
zatterino (ουσ αρσ )
zatterone (ουσ αρσ )
zavorra (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---