Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzavòrra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dzaˈvɔrra] 1 παραγέμισμα 2 σαβούρα 3 πράγματα άχρηστα και ασήμαντα 4 παλιατσαρία 5 έρμα 6 άχρηστο κορμί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |