Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zebràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dzeˈbrato]

με ραβδώσεις σαν της ζέβρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zebra zebratura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zavorrare (ρ. μτβ.)
zazzera (θηλ.ουσ)
zazzerone (ουσ αρσ )
zazzeruto (επίθ.)
zebra (θηλ.ουσ)
zebrato (επίθ.)
zebratura (θηλ.ουσ)
zebù (ουσ αρσ )
zecca (θηλ.ουσ)
zecchinetta (θηλ.ουσ)
zecchino (ουσ αρσ )
zeccola (θηλ.ουσ)
zeccolo (ουσ αρσ )
zeffiro (ουσ αρσ )
zefir (ουσ αρσ )
zefiro (ουσ αρσ )
Zelanda (κύρ.όν. θηλ.)
zelante (ουσ αρσ και θηλ.)
zelante (επίθ.)
zelantemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---