Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zèfiro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdzɛfiro]

1 αύρα
2 ζέφυρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zefir Zelanda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zecchino (ουσ αρσ )
zeccola (θηλ.ουσ)
zeccolo (ουσ αρσ )
zeffiro (ουσ αρσ )
zefir (ουσ αρσ )
zefiro (ουσ αρσ )
Zelanda (κύρ.όν. θηλ.)
zelante (ουσ αρσ και θηλ.)
zelante (επίθ.)
zelantemente (επίρ.)
zelanteria (θηλ.ουσ)
zelatore (ουσ αρσ )
zelo (ουσ αρσ )
zelota (ουσ αρσ και θηλ.)
zen (αρσ. επίθ και ουσ)
zendado (ουσ αρσ )
zenit (ουσ αρσ )
zenitale (επίθ.)
zenzero (ουσ αρσ )
zeolite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---