Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zendàdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dzenˈdado]

ελαφρύ μεταξωτό μεσαιωνικό ύφασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zen zenit  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zelanteria (θηλ.ουσ)
zelatore (ουσ αρσ )
zelo (ουσ αρσ )
zelota (ουσ αρσ και θηλ.)
zen (αρσ. επίθ και ουσ)
zendado (ουσ αρσ )
zenit (ουσ αρσ )
zenitale (επίθ.)
zenzero (ουσ αρσ )
zeolite (θηλ.ουσ)
zeolitico (επίθ.)
zeolitizzazione (θηλ.ουσ)
zeppa (θηλ.ουσ)
zeppelin (ουσ αρσ )
zeppo (ουσ αρσ )
zeppo (επίθ.)
zerbino (ουσ αρσ )
zerbinotto (ουσ αρσ )
zeriba (θηλ.ουσ)
zero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---