Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzènzero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdzɛndzero] 1 πιπερόριζα 2 ζιγγίβερ το φαρμακευτικό Zingiber officinale 3 ζιγγιβέρι (αρωματική ρίζα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |