Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zèugma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdzɛwgma]

ζεύγμα (γραμματική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zeta zeugmatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zerbinotto (ουσ αρσ )
zeriba (θηλ.ουσ)
zero (ουσ αρσ )
zero (επίθ.)
zeta (ουσ αρσ και θηλ.)
zeugma (ουσ αρσ )
zeugmatico (επίθ.)
Zeus (ουσ αρσ )
zeuzera (θηλ.ουσ)
zia (θηλ.ουσ)
zibaldone (ουσ αρσ )
zibellino (ουσ αρσ )
zibetto (ουσ αρσ )
zibibbo (ουσ αρσ )
zietta (θηλ.ουσ)
zifio (ουσ αρσ )
zigano (ουσ αρσ )
zigano (επίθ.)
zigodattilo (επίθ.)
zigolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---