Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzerbinòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dzerbiˈnɔtto] 1 κομψευόμενος 2 φιλάρεσκος νεαρός 3 δανδής 4 κομψός 5 λιμοκοντόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |