ItalianoGreco


zéppa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtseppa]

1 ενδιάμεσο υλικό ρύθμισης
2 ενδιάμεσο κενό
3 ροδέλα
4 σφήνα
5 λωρίδα μετάλλου διάκενου στοιχειοθεσίας
6 φίλερ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---