zéppa
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtseppa]
1 ενδιάμεσο υλικό ρύθμισης
2 ενδιάμεσο κενό
3 ροδέλα
4 σφήνα
5 λωρίδα μετάλλου διάκενου στοιχειοθεσίας
6 φίλερ
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtseppa]
1 ενδιάμεσο υλικό ρύθμισης
2 ενδιάμεσο κενό
3 ροδέλα
4 σφήνα
5 λωρίδα μετάλλου διάκενου στοιχειοθεσίας
6 φίλερ
permalink
zeppa (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android