Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtsia], [ˈdzia]

θεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zeuzera zibaldone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zeta (ουσ αρσ και θηλ.)
zeugma (ουσ αρσ )
zeugmatico (επίθ.)
Zeus (ουσ αρσ )
zeuzera (θηλ.ουσ)
zia (θηλ.ουσ)
zibaldone (ουσ αρσ )
zibellino (ουσ αρσ )
zibetto (ουσ αρσ )
zibibbo (ουσ αρσ )
zietta (θηλ.ουσ)
zifio (ουσ αρσ )
zigano (ουσ αρσ )
zigano (επίθ.)
zigodattilo (επίθ.)
zigolo (ουσ αρσ )
zigomatico (επίθ.)
zigomo (ουσ αρσ )
zigomorfo (επίθ.)
zigosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---