Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zigàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tsiˈgano]

1 τσιγγάνος
2 αθίγγανος
3 ατσίγγανος
4 γύφτος

zigàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tsiˈgano]

1 γύφτικος
2 τσιγγάνικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zifio zigodattilo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zibellino (ουσ αρσ )
zibetto (ουσ αρσ )
zibibbo (ουσ αρσ )
zietta (θηλ.ουσ)
zifio (ουσ αρσ )
zigano (ουσ αρσ )
zigano (επίθ.)
zigodattilo (επίθ.)
zigolo (ουσ αρσ )
zigomatico (επίθ.)
zigomo (ουσ αρσ )
zigomorfo (επίθ.)
zigosi (θηλ.ουσ)
zigote (ουσ αρσ )
zigotico (επίθ.)
zigrinare (ρ. μτβ.)
zigrinato (αρσ. επίθ και ουσ)
zigrinatura (θηλ.ουσ)
zigrino (ουσ αρσ )
zig zag, zig–zag (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---