Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zigrinatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dzigrinaˈtura]

1 ρόζιασμα
2 οδόντωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zigrinato zigrino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zigosi (θηλ.ουσ)
zigote (ουσ αρσ )
zigotico (επίθ.)
zigrinare (ρ. μτβ.)
zigrinato (αρσ. επίθ και ουσ)
zigrinatura (θηλ.ουσ)
zigrino (ουσ αρσ )
zig zag, zig–zag (ουσ αρσ )
zigzagamento (ουσ αρσ )
zigzagare (ρ.αμτβ.)
zimarra (θηλ.ουσ)
zimasi (θηλ.ουσ)
zimbellare (ρ. μτβ.)
zimbellata (θηλ.ουσ)
zimbello (ουσ αρσ )
zimologia (θηλ.ουσ)
zinale (ουσ αρσ )
zincare (ρ. μτβ.)
zincato (ουσ αρσ )
zincato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---