Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzimbèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tsimˈbɛllo], [dzimˈbɛllo] 1 δόλωμα 2 περίγελος 3 κράχτης 4 ξεγέλασμα 5 δέλεαρ 6 θύμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |