Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzigrìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dziˈgrino] 1 δέρμα σαγρέ 2 εργαλείο λείανσης ή οδόντωσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |