Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zéppo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtseppo]

1 πατικωμένος
2 υπερπλήρης
3 κούμουλος
4 ξέχειλος
5 συνωστισμένος
6 γεμάτος
7 υπερχειλισμένος
8 φίσκα

zéppo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtseppo]

κατάμεστος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zeppelin zerbino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zeolite (θηλ.ουσ)
zeolitico (επίθ.)
zeolitizzazione (θηλ.ουσ)
zeppa (θηλ.ουσ)
zeppelin (ουσ αρσ )
zeppo (ουσ αρσ )
zeppo (επίθ.)
zerbino (ουσ αρσ )
zerbinotto (ουσ αρσ )
zeriba (θηλ.ουσ)
zero (ουσ αρσ )
zero (επίθ.)
zeta (ουσ αρσ και θηλ.)
zeugma (ουσ αρσ )
zeugmatico (επίθ.)
Zeus (ουσ αρσ )
zeuzera (θηλ.ουσ)
zia (θηλ.ουσ)
zibaldone (ουσ αρσ )
zibellino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---