zéppo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtseppo]
1 πατικωμένος
2 υπερπλήρης
3 κούμουλος
4 ξέχειλος
5 συνωστισμένος
6 γεμάτος
7 υπερχειλισμένος
8 φίσκα
zéppo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈtseppo]
κατάμεστος (-η, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtseppo]
1 πατικωμένος
2 υπερπλήρης
3 κούμουλος
4 ξέχειλος
5 συνωστισμένος
6 γεμάτος
7 υπερχειλισμένος
8 φίσκα
zéppo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈtseppo]
κατάμεστος (-η, -ο)
permalink
zeppo (ουσ αρσ )
zeppo (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android