ItalianoGreco


zelànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dzeˈlante]

ζηλιάρης άνθρωπος

zelànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dzeˈlante]

1 πρόθυμος
2 διακαής
3 γεμάτος ζήλο
4 ανυπόμονος
5 σφοδρός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---