Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zappétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tsapˈpetta]

1 αξίνα
2 σκαλιστήρι
3 τσάπα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zappatura zappettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zappata (θηλ.ουσ)
zappaterra (ουσ αρσ και θηλ.)
zappatore (αρσ. επίθ και ουσ)
zappatrice (θηλ.ουσ)
zappatura (θηλ.ουσ)
zappetta (θηλ.ουσ)
zappettare (ρ. μτβ.)
zar (ουσ αρσ )
zarevic (ουσ αρσ )
zarina (θηλ.ουσ)
zarista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
zattera (θηλ.ουσ)
zatteraggio (ουσ αρσ )
zatterino (ουσ αρσ )
zatterone (ουσ αρσ )
zavorra (θηλ.ουσ)
zavorramento (ουσ αρσ )
zavorrare (ρ. μτβ.)
zazzera (θηλ.ουσ)
zazzerone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---