Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zampiróne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dzampiˈrone], [tsampiˈrone]

1 διάταξη καπνίσματος (κρέατος κλπ)
2 τσιγάρο στούκας
3 αυτός που καπνίζει (κρέας κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zampino zampogna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zampillante (επίθ.)
zampillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
zampillio (ουσ αρσ )
zampillo (ουσ αρσ )
zampino (ουσ αρσ )
zampirone (ουσ αρσ )
zampogna (θηλ.ουσ)
zampognaro (ουσ αρσ )
zampone (ουσ αρσ )
zana (θηλ.ουσ)
zanella (θηλ.ουσ)
zangola (θηλ.ουσ)
zangolatore (ουσ αρσ )
zangolatura (θηλ.ουσ)
zanna (θηλ.ουσ)
zannata (θηλ.ουσ)
zanni (ουσ αρσ )
zannuto (επίθ.)
Zante (θηλ.ουσ)
zanzara (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---