Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zànna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtsanna], [ˈdzanna]

1 σκυλόδοντο σαρκοφάγου ζώου
2 μακρύ και μυτερό δόντι που προεξέχει
3 χαυλιόδοντας
4 δόντι ζώου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zangolatura zannata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zana (θηλ.ουσ)
zanella (θηλ.ουσ)
zangola (θηλ.ουσ)
zangolatore (ουσ αρσ )
zangolatura (θηλ.ουσ)
zanna (θηλ.ουσ)
zannata (θηλ.ουσ)
zanni (ουσ αρσ )
zannuto (επίθ.)
Zante (θηλ.ουσ)
zanzara (θηλ.ουσ)
zanzariera (θηλ.ουσ)
zappa (θηλ.ουσ)
zappare (ρ. μτβ.)
zappata (θηλ.ουσ)
zappaterra (ουσ αρσ και θηλ.)
zappatore (αρσ. επίθ και ουσ)
zappatrice (θηλ.ουσ)
zappatura (θηλ.ουσ)
zappetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---