Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzangolatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tsangolaˈtore], [dzangolaˈtore] αυτός που χτυπά το γάλα για να το κάνει βούτυρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |