Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzannùto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tsanˈnuto] 1 που έχει χαυλιόδοντες 2 δοντάς 3 που έχει σουβλερά και γερά δόντια (για σαρκοφάγο ζώο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |