Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzàngola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈtsangola], [ˈdzangola] 1 καρδάρα 2 καρδάρι 3 κάδος αρμέγματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |