Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzampógna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tsamˈpoɲɲa], [dzamˈpoɲɲa] 1 γκάιντα 2 τσαμπούνα 3 άσκαυλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |