Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zampillìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tsampilˈlio]

1 πιδάκισμα
2 ανάβρυσμα
3 τίναγμα
4 αναπήδηση
5 ανάβλυση
6 ανάβρυση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zampillare zampillo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zampata (θηλ.ουσ)
zampettare (ρ.αμτβ.)
zampetto (ουσ αρσ )
zampillante (επίθ.)
zampillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
zampillio (ουσ αρσ )
zampillo (ουσ αρσ )
zampino (ουσ αρσ )
zampirone (ουσ αρσ )
zampogna (θηλ.ουσ)
zampognaro (ουσ αρσ )
zampone (ουσ αρσ )
zana (θηλ.ουσ)
zanella (θηλ.ουσ)
zangola (θηλ.ουσ)
zangolatore (ουσ αρσ )
zangolatura (θηλ.ουσ)
zanna (θηλ.ουσ)
zannata (θηλ.ουσ)
zanni (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---