Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzampillànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tsampilˈlante] 1 που αναπηδά 2 που ρέει ορμητικά 3 αναβλύζων 4 που αναβρύζει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |