Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zampillànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tsampilˈlante]

1 που αναπηδά
2 που ρέει ορμητικά
3 αναβλύζων
4 που αναβρύζει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zampetto zampillare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zampa (θηλ.ουσ)
zampare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
zampata (θηλ.ουσ)
zampettare (ρ.αμτβ.)
zampetto (ουσ αρσ )
zampillante (επίθ.)
zampillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
zampillio (ουσ αρσ )
zampillo (ουσ αρσ )
zampino (ουσ αρσ )
zampirone (ουσ αρσ )
zampogna (θηλ.ουσ)
zampognaro (ουσ αρσ )
zampone (ουσ αρσ )
zana (θηλ.ουσ)
zanella (θηλ.ουσ)
zangola (θηλ.ουσ)
zangolatore (ουσ αρσ )
zangolatura (θηλ.ουσ)
zanna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---