Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scìsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃisto]

σχιστόλιθος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scissura scistosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scissionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scissionistico (επίθ.)
scissiparità (θηλ.ουσ)
scisso (επίθ.)
scissura (θηλ.ουσ)
scisto (ουσ αρσ )
scistosità (θηλ.ουσ)
scistoso (επίθ.)
scitico (αρσ. επίθ και ουσ)
sciupare (ρ. μτβ.)
sciuparsi (ρ.μ. (αντων.))
sciupato (επίθ.)
sciupio (ουσ αρσ )
sciupo (ουσ αρσ )
sciupone (αρσ. επίθ και ουσ)
sciuscià (ουσ αρσ )
scivolamento (ουσ αρσ )
scivolare (ρ.αμτβ.)
scivolata (θηλ.ουσ)
scivolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---