Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscivolàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʃivoˈlato] 1 με ομαλή αλληλουχία μουσικών τόνων 2 ριχτός (για φόρεμα ή ρούχο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |