Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciupóne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃuˈpone]

1 σκορπαλευράς
2 σκορποχέρης
3 καταναλωτής μεγάλος
4 σπάταλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciupo sciuscià  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciupare (ρ. μτβ.)
sciuparsi (ρ.μ. (αντων.))
sciupato (επίθ.)
sciupio (ουσ αρσ )
sciupo (ουσ αρσ )
sciupone (αρσ. επίθ και ουσ)
sciuscià (ουσ αρσ )
scivolamento (ουσ αρσ )
scivolare (ρ.αμτβ.)
scivolata (θηλ.ουσ)
scivolato (επίθ.)
scivolo (ουσ αρσ )
scivolone (ουσ αρσ )
scivolosità (θηλ.ουσ)
scivoloso (επίθ.)
Scizia (κύρ.όν. θηλ.)
sclarea (θηλ.ουσ)
sclerale (επίθ.)
sclerema (ουσ αρσ )
sclerenchima (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---