Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsciupóne
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ʃuˈpone] 1 σκορπαλευράς 2 σκορποχέρης 3 καταναλωτής μεγάλος 4 σπάταλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |